Αρχαιότητες
ΜΙΕΖΑ
Στον νομό Ημαθίας, στη περιοχή μεταξύ των χωριών Κοπανού, Λευκαδίων αλλά και της πόλης της Νάουσας, εντοπίζεται η αρχαία πόλη της Μίεζας, δυτικά του νοητού δρόμου που ενώνει τις Αιγές με τη Πέλλα, δύο από τις σημαντικότερες πόλεις του μακεδονικού βασιλείου.
Οι πρώτες αναφορές που έχουμε για τη Μίεζα είναι από αρχαίους συγγραφείς όπως ο Στέφανος ο Βυζάντιος, ο Πλίνιος, ο Αρριανός και ο Πτολεμαίος. Σύμφωνα με τη μυθολογία, η Μίεζα ήταν κόρη του Βέρητος και αδερφή της Βέροιας και του Όλγανου. Η Μίεζα σχετιζόταν άμεσα με το υγρό στοιχείο, καθώς περιβαλλόταν με νερά, γεγονός που μας βοηθά να συσχετίσουμε το νυμφαίο με τη θέση «Ισβόρια»(κεφαλάρι –πηγές ). Η ταύτιση της περιοχής με την αρχαία πόλη της Μίεζας αποτέλεσε πρόβλημα ιδιαίτερα για τους πρώτους περιηγητές που ανακάλυπταν το χώρο της Μακεδονίας. Αρχικά, ο αρχαιολογικός χώρος εντοπίστηκε από τον Γάλλο περιηγητή Delacoulonce και τον Δανό Αρχιτέκτονα Kinch τον 19ο αι., ωστόσο η ταύτιση έγινε κατόπιν μελέτης των φιλολογικών πηγών και των αρχαιολογικών δεδομένων των ανασκαφών από τον υπεύθυνο της ανασκαφής Φώτη Πέτσα το 1968.
Η περιοχή της αρχαίας Μίεζας κατοικήθηκε από την ύστερη εποχή του Χαλκού, όπως επιβεβαιώνεται από την ύπαρξη πρωιμότερων οικισμών αλλά και κεραμικής που βρέθηκε στη περιοχή. Κατά τον 7ο αι. π.Χ μακεδονικά φύλλα εγκαταστάθηκαν στη περιοχή, εκτοπίζοντας το προελληνικό φύλλο των Βοττιαίων στο τμήμα της δυτικής Χαλκιδικής που ονομάστηκε Βοττική. Η αρχαία πόλη της Μίεζας άκμασε κυρίως τα ελληνιστικά και τα ρωμαϊκά χρόνια και κατοικήθηκε μέχρι και τους πρώτους μεταχριστιανικούς αιώνες. Η θέση και τα τείχη του οικισμού δεν έχουν βρεθεί ακόμα, παρόλα αυτά ανακαλύφθηκαν δημόσια κτίρια των πρώιμων ελληνιστικών χρόνων και το αρχαίο θέατρο των ύστερων ελληνιστικών χρόνων. Κατά τους ελληνιστικούς χρόνους γύρω από τη πόλη υπήρχαν κώμες, αγροικίες, πολυτελείς κατοικίες με περίστυλες αυλές και δωμάτια αλλά και εκτεταμένα νεκροταφεία στις θέσεις Καμάρα Νάουσας και Καψούρα Κοπανού. Τέλος, έξω από τα τείχη της πόλης εντοπίστηκαν μνημειακοί μακεδονικοί τάφοι επιφανών ανδρών, γεγονός που μαρτυρά την δυναμική αυτής της πόλης.
ΝΥΜΦΑΙΟ- ΣΧΟΛΗ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΟΥΣ
Ο αρχαιολογικός χώρος του Νυμφαίου της Μίεζας τοποθετείται στη θέση Ισβόρια, στο δρόμο ακριβώς που οδηγεί από το χωριό Κοπανό προς τη σύγχρονη πόλη της Νάουσας. Η ανασκαφική δραστηριότητα ξεκίνησε κατά την δεκαετία του 1950. Η ανακάλυψη του νυμφαίου έγινε εντελώς τυχαία το 1965 από έναν γεωργό, τον Χρήστο Μίγγα όταν βρήκε μία καρυδιά που είχε ξεριζωθεί σε μία περιοχή με οργιώδη βλάστηση, με αποτέλεσμα να αποκαλυφθούν μερικά σκαλοπάτια. Η θέση αυτή βρισκόταν κοντά σε λαξευμένο βράχο στα χαμηλότερα σημεία του χώρου που ήδη είχε επισημανθεί κατά τα προηγούμενα χρόνια, ωστόσο δεν ήταν εφικτή η αποκάλυψή του λόγω της πυκνής βλάστησης. Την ανασκαφή ανέλαβε μετά το 1965 ο Φώτης Πέτσας ο οποίος ταύτισε τον αρχαιολογικό χώρο με τη Σχολή του Αριστοτέλη, συνδυάζοντας τις γραπτές πηγές, τις τοπογραφικές παρατηρήσεις και τα ανασκαφικά δεδομένα.
Η ονομασία της τοποθεσίας Ισβόρια δηλαδή Κεφαλάρι, δεν είναι τυχαία καθώς υπάρχουν πολλές πηγές και άφθονο νερό που ρέουν στη βάση του γκρεμού κατά μήκος των επιφανειών, συνεπώς υπήρχαν όλες οι προϋποθέσεις για ένα νυμφαίο και μία βασιλική Σχολή. Το ιερό των νυμφών ιδρύθηκε στην αρχαϊκή εποχή και στα μέσα του 4ου αι.π.Χ διαμορφώθηκε εκ νέου προκειμένου να φιλοξενήσει τον νεαρό Αλέξανδρο και τους βασιλικούς παίδες. Ο Πλούταρχος περιγράφει στον Βίο του Αλεξάνδρου, το χώρο που επιλέχθηκε για την ίδρυση της Σχολής αναφέροντας «το περί Μίεζαν Νυμφαίο» και μας πληροφορεί ότι ακόμα και στη δική του εποχή ο χώρος λειτουργούσε σαν αξιοθέατο για τους επισκέπτες, καθώς ήταν ακόμα ορατά τα λίθινα καθίσματα και οι σκιεροί περίπατοι όπου δίδασκε ο μεγάλος φιλόσοφος.
Η Σχολή λειτούργησε για τρία χρόνια (343-340π.Χ) και ο Αριστοτέλης ανέλαβε το έργο της διαπαιδαγώγησης του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Σ’αυτόν το χώρο ο νεαρός Αλέξανδρος μυήθηκε στη φιλοσοφία, τη ποίηση, τα μαθηματικά και τις φυσικές επιστήμες. Η αριστοτελική σκέψη στάθηκε καθοριστική στη διαμόρφωση της προσωπικότητας του Μ. Αλεξάνδρου. Στο χώρο είχε διαμορφωθεί και μία στοά και λαξεύτηκε μεγάλη επιφάνεια του βράχου σχηματίζοντας προβολές κι εσοχές που διευκόλυναν το πέρασμα από τον ένα χώρο στον άλλον, διαμορφώνοντας έναν μακρύ περίπατο και δημιουργώντας λειτουργικούς χώρους. Ίσως ο χώρος αυτός να συνδεόταν άμεσα και με το γυμνάσιο της Μίεζας, όπου φαίνεται να αποτελούσε όχι μόνο χώρο άθλησης αλλά και διδασκαλίας . Σήμερα σώζονται τρία φυσικά σπήλαια, τμήματα από τον στυλοβάτη της στοάς και καλοδουλεμένοι τοίχοι μήκους 13,5 μ μέσα στις πηγές χωρίς κάποια ένδειξη περαιτέρω ερμηνείας.
ΘΕΑΤΡΟ ΜΙΕΖΑΣ
Στο νοτιοδυτικό τμήμα του αρχαιολογικού χώρου της Μίεζας, στη περιοχή Μπελοβίνα Κοπανού, εντοπίστηκε ένα θέατρο που βρίσκεται πολύ κοντά με το ελληνιστικό νεκροταφείο των λαξευτών τάφων. Το θέατρο βρέθηκε το 1992 κατά τις εργασίες διάνοιξης υπόγειου αρδευτικού δικτύου. Βορειότερα υπάρχουν κι άλλα δημόσια κτίρια και κτιριακές ενότητες που μαρτυρούν τη δυναμική της πόλης. Η θέση του θεάτρου με προσανατολισμό στα ανατολικά, είχε επιλεχθεί προσεκτικά, καθώς η πλαγιά εξυπηρετούσε τη διαμόρφωση του κοίλου και παρείχε θέα προς τον κάμπο.
Το βραχώδες υπόστρωμα εξυπηρετούσε και την λάξευση των εδωλίων χωρίς να χρειαστεί η μεταφορά υλικού από μακριά. Οι λαξεύσεις στον βράχο βεβαιώνουν την ύπαρξη 19 βαθμίδων. Το θέατρο χωρίζεται σε πέντε κερκίδες με τέσσερις κλίμακες ανόδου. Είναι ένα θέατρο με ανάμικτα στοιχεία ελληνικού και ρωμαϊκού θεάτρου που αποτελείται από χωμάτινη ορχήστρα, κοίλο που διαμορφώνεται στη πλαγιά του λόφου, έχοντας βαθμίδες καθισμάτων φτιαγμένες από πωρόλιθο κι ένα λίθινο κτίριο σκηνής. Ένα χαρακτηριστικό αυτού του θεάτρου είναι ότι δεν διαθέτει περιμετρικό ρείθρο με αποτέλεσμα η αποχέτευση των ομβρίων υδάτων να γίνεται από μία οπή στον φυσικό βράχο στο κέντρο της ορχήστρας.
Η πρώτη κατασκευαστική φάση του κτιρίου χρονολογείται στο β’ μισό του 4ου αι π.Χ κ ένα δεύτερο θέατρο χτίστηκε στο β’μισό του 2ου αι..π.Χ όπου και παρέμεινε σε χρήση μέχρι τον 4ο αι.μ.Χ. Οι διαδικασίες αποκατάστασης και συντήρησης ξεκίνησαν το 2007 και σταμάτησαν το 2009 λόγω έλλειψης κονδυλίων. Το 2014 ολοκληρώθηκαν οι εργασίες συντήρησης κι αποκατάστασης σε μεγάλο βαθμό του έργου. Το έργο υλοποιήθηκε από το Υπουργείο Πολιτισμού και τη Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας και χρηματοδοτήθηκε με 700.000 από το Ε.Π «Μακεδονία-Θράκη» του ΕΣΠΑ με κυριότερο σκοπό να φιλοξενήσει διάφορες εκδηλώσεις και παραστάσεις αρχαίας τραγωδίας.
ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΜΙΕΖΑΣ
Πολύ κοντά με το θέατρο της αρχαίας Μίεζας βρίσκεται ένα κτιριακό συγκρότητα δημόσιου χαρακτήρα στο δημόσιο κέντρο της ελληνιστικής πόλης. Το κτιριακό συγκρότητα επεκτείνεται σε διαδοχικά επίπεδα, έχοντας ως πλεονέκτημα τη κλίση του εδάφους από τις πλαγιές που δημιουργεί το έδαφος. Αποκαλύφθηκε ένα είδος Πρόπυλου με δωρικούς ημικίονες που έδινε την αίσθηση ψευδοπρόσοψης και μέσω μίας στενότερης ράμπας οδηγούσε σε υψηλότερο άνδηρο στα δυτικά , όπου αναπτύσσονταν κι άλλα στωικά οικοδομήματα. Βόρεια της ράμπας αποκαλύφθηκε ναόσχημο οικοδόμημα ενώ στη νότια πλευρά βρέθηκε δωρική στοά με «απλά βοτσαλωτά» ψηφιδωτά δάπεδα όπως αυτά της Βεργίνας και της Πέλλας. Δυτικά αυτού του χώρου , εκτείνεται ένα μεγάλων διαστάσεων κτίριο, γύρω από ένα μεγάλο εσωτερικό περιστύλιο με 11 δωμάτια συμποσίου στη βόρεια και δυτικά πτέρυγα. Το κτίριο εκτείνεται προς τα νότια με διαφορετική διάταξη ενώ τα κτίρια του δυτικού τομέα πιθανότατα ανήκουν σε ιερό της πόλης. Οι ανασκαφικές έρευνες των τελευταίων ετών ακύρωσαν τα συμπεράσματα περί Αγοράς κι Ασκληπιείου καθώς το κτιριακό συγκρότημα έχει βρεθεί εκτός των τειχών της πόλης. Σύμφωνα με την κα Αγγελική Κοτταρίδη το κτίριο παρείχε υπαίθριους και ημιυπαίθριους χώρους άθλησης κι εξάσκησης, καταλύματα, ευρύχωρες αίθουσες διδασκαλίας, χώρους εστίασης και ανδρώνες, δηλαδή χώρους συμποσίου. Συνεπώς πληρούσε όλα τα κριτήρια που θα έπρεπε να έχει μία Σχολή, όπως αυτή του Αριστοτέλη που θα φιλοξενούσε όχι μόνο τον Αλέξανδρο, αλλά κι έναν μεγάλο αριθμό βασιλικών παίδων που θα τον συνόδευαν. Οι κατασκευαστικές ομοιότητες με το ανάκτορο των Αιγών, μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι πρόκειται για ένα οικοδόμημα του Φιλίππου. Το περίπλοκο οικοδομικό συγκρότημα της Μίεζας , χρονολογείται τον 4ο αι.π.Χ και φαίνεται να είναι ιδιαίτερα σημαντικό. Καταστράφηκε βίαια τις πρώτες δεκαετίες του 3ου αι. κι επιβίωσε τμηματικά. Παρέχει πληροφορίες σχετικά με τη δημόσια αρχιτεκτονική στη Μακεδονία και το ρόλο της στη διαμόρφωση νέων τάσεων της ελληνιστικής αρχιτεκτονικής κι αυτό αποδεικνύεται από την τάση συσχέτισης γυμνασίων και θεάτρων σε όλες τις ελληνιστικές πόλεις όπως το Πέργαμον, η Βαβυλώνα κτλ. Επιπλέον, η παρουσία ενός κτιρίου με τέτοιο μέγεθος σε μία πόλη της Μακεδονίας, προσφέρει μία νέα προοπτική σχετικά με τους πολιτικούς θεσμούς της πόλης στο μακεδονικό βασίλειο κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου.
ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΙ ΤΑΦΟΙ ΛΕΥΚΑΔΙΩΝ
- ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΣ ΤΑΦΟΣ ΤΟΥ KINCH
Στη πορεία του αρχαίου δρόμου που ένωνε την αρχαία πόλη της Μίεζας με την πρωτεύουσα του μακεδονικού βασιλείου τη Πέλλα και πολύ κοντά με το χωριό των Λευκαδίων, εντοπίζονται μερικοί σπουδαίοι μακεδονικοί τάφοι που μαρτυρούν την δυναμική μιας σημαντικής πόλης. Ο πρώτος τάφος εντοπίστηκε στη περιοχή Κοπανού Ημαθίας στο τέλος του 19ου αι. από τον Δανό αρχιτέκτονα Κ.F.Kinch, από τον οποίο πήρε και το όνομά του. Ο τάφος βρέθηκε συλημένος και σε πολύ κακή κατάσταση από τις εργασίες που έγιναν στην περιοχή για τη κατασκευή της σιδηροδρομικής γραμμής.
Χρονολογείται το α’ μισό του 3ου αι.π.Χ. και αποτελούσε έναν διθάλαμο τάφο με καμαρωτή σκεπή στον θάλαμο κι επίπεδη στον προθάλαμο. Ήταν καλυμμένος με επίχωση που σχημάτιζε τύμβο ύψους 2,50μ. Στον ανατολικό τοίχο υπήρχε μία παράσταση η οποία δεν σώζεται σήμερα, παρά μόνο ζωγραφικά από σχέδια του Δανού αρχιτέκτονα Κ.F.Kinch που μελέτησε κι αποκάλυψε το μνημείο κατά τα έτη 1887,1889 και 1892. Η γραπτή παράσταση εικόνιζε Μακεδόνα ιππέα με άλογο που κάλπαζε, να επιτίθεται με το δόρυ του σε πεζό Πέρση στρατιώτη , ο οποίος προσπαθούσε να αμυνθεί προτάσσοντας την ασπίδα του . Κατά τα έτη 1970-1971, με μέριμνα της αρχαιολογικής υπηρεσίας, πραγματοποιήθηκαν εργασίες αναστήλωσης και καθαρισμού του μνημείου με σκοπό την ανάδειξή του.
- MAKEΔΟΝΙΚΟΣ ΤΑΦΟΣ ΤΟΥ ΛΥΣΩΝΟΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΚΑΛΛΙΚΛΕΟΥΣ
Ο τάφος του Λύσωνος και του Καλλικλέους εντοπίστηκε στο χωριό Κοπανό Νάουσας, στο νοητό αρχαίο δρόμο που ένωνε τη Μίεζα με τη Πέλλα τη πρωτεύουσα του μακεδονικού βασιλείου. Αποτελεί τον μικρότερο σε διαστάσεις μακεδονικό τάφο της περιοχής και με βάση τη κεραμική που βρέθηκε κατά τη διάρκεια των ανασκαφών, ο τάφος χρονολογείται από τα τέλη του 3ου αι.π.Χ έως τα μέσα του 2ου αι.π.Χ. Ο συγκεκριμένος τάφος παρουσιάζει μία ιδιαιτερότητα. Αποτελούσε οικογενειακό τάφο, μία από τα λίγες περιπτώσεις που διαθέτουμε για μακεδονικό ταφικό μνημείο, καθώς διασώζει τα ονόματα πέντε γενεών της ίδιας οικογένειας.
Γνωρίζουμε επίσης ότι ο τάφος ανήκει στην οικογένεια του Αριστοφάνη, τα μέλη της οποίας αναγράφονται πάνω από ορθογώνιες θήκες με κόκκινα γράμματα, σε δύο επάλληλες σειρές, στις τρεις πλευρές των τοίχων. Εσωτερικά το μνημείο είναι κατάγραφο με παραστάσεις αλλά και τα ονόματα των πρώτων ενταφιασμένων: «Λύσωνος και Καλλικλέους των Αριστοφάνους». Στον θάλαμο υπάρχουν 22 θήκες σε δύο σειρές, 17 από τις οποίες δέχτηκαν τα κτερίσματα και τις στάχτες των νεκρών από τις καύσεις. Αποτελεί έναν διθάλαμο τάφο που σφράγιζε με μία δίφυλλη πόρτα. Στον προθάλαμο, μαζί με τα ονόματα των νεκρών, υπάρχει ζωγραφική παράσταση με ένα περιρραντήριο κι έναν βωμό. Οι ιωνικές παραστάσεις του κυρίως θαλάμου αποδίδονται τρισδιάστατα με φωτοσκιάσεις, δημιουργώντας την αίσθηση ενός πραγματικού περιστυλίου στον ύπαιθρο χώρο, καθώς στεφανώνεται από μία φυτική γιρλάντα με κορδέλες και ρόδια στο ανώτερο μέρος. Στα δυο τύμπανα των στενότερων πλευρών απεικονίζονται όπλα όπως κράνη, ξίφη και δυο διαφορετικού τύπου μακεδονικές ασπίδες που συνήθως αποτελούσαν και τα κτερίσματα, δηλαδή τα προσωπικά αντικείμενα των νεκρών στη τελευταία τους κατοικία.
Ο τάφος ανακαλύφθηκε τυχαία το 1942 από τον Χαράλαμπο Μακαρόνα και η πλήρης μελέτη του μνημείου έγινε από την αρχαιολόγο Stella Miller. Ένα γεγονός που συντέλεσε στη διατήρηση των τοιχογραφιών και των χρωμάτων, ήταν το γεγονός ότι δεν αφαιρέθηκε ο χωμάτινος τύμβος, με αποτέλεσμα να εξασφαλίζονται σταθερές συνθήκες υγρασίας. Σήμερα ο τάφος δεν είναι προσβάσιμος, παρά μόνο από τους ειδικούς ενώ το 1999 κατασκευάστηκε κι ένα μεταλλικό στέγαστρο για τη καλύτερη προστασία του μνημείου.
- ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΣ ΤΑΦΟΣ ΤΗΣ ΚΡΙΣΕΩΣ
Ο μακεδονικός τάφος της Κρίσεως αποτελεί έναν από τους πιο επιβλητικούς μακεδονικούς τάφους της περιοχής. Χρονολογείται το τελευταίο τέταρτο του 4ου αι. π.Χ κι εντυπωσιάζει τον θεατή με τις επιβλητικές του διαστάσεις και την κατάγραφη πρόσοψή του. Αποτελούσε έναν διθάλαμο μακεδονικό τάφο, με καμαρωτή στέγη και χωμάτινο τύμβο ύψους 1,50 μ. Η πρόσοψη παρουσιάζει μία ιδιαιτερότητα, καθώς δίνει την εντύπωση ενός διώροφου κτιρίου, συνδυάζοντας το δωρικό με τον ιωνικό ρυθμό κι έχοντας μία εντυπωσιακή αετωματική επίστεψη.
O «πρώτος όροφος», δωρικού ρυθμού, χωρίζεται με τέσσερις ημικίονες και παρουσιάζει ένα εξαιρετικό θέμα ζωγραφικής παράστασης, αυτό της Κρίσεως του νεκρού, απ’ όπου οφείλει και την ονομασία του ο μακεδονικός τάφος. Οι τέσσερις παραστάσεις που αποτελούν μία ενιαία σύνθεση, παρουσιάζουν τον νεκρό πολεμιστή που οδηγείται από τον Ερμή ψυχοπομπό στους κριτές του Κάτω Κόσμου, Ραδάμανθυ και Αιακό, ένα θέμα που μας είναι γνωστό από τον πλατωνικό διάλογο «Γοργίας», που ωστόσο αποτελεί σπάνιο θέμα για την εικονογραφία. Φαίνεται ότι εργάστηκαν δύο ζωγράφοι για τη διακόσμηση του τάφου καθώς ο τρόπος απόδοσης των μορφών διαφέρει. Πάνω στου τέσσερις ημικίονες στηρίζεται το δωρικό γείσο που αποτελείται από τρίγλυφα κι 11 μετόπες διατηρώντας τμηματικά σε καλή κατάσταση τα χρώματά τους. Οι μετόπες είναι διακοσμημένες με ένα αρκετά γνωστό θέμα στην εικονογραφία, την αναμέτρηση των Κενταύρων με τους Λαπίθες. Μία ταινία με σταγόνες και γραπτή ζώνη με άνθη και έλικες διαχωρίζουν τις μετόπες από την ιωνική ζωφόρο που παρουσιάζει μάχη Ελλήνων με Πέρσες σε ανάγλυφη μορφή.
Ο δεύτερος όροφος της πρόσοψης αποτελείται από έξι μικρούς ιωνικούς ημικίονες με διαμορφωμένες ψευδόθυρες και μία αετωματική επίστεψη που ίσως διέθετε γραπτή διακόσμηση. Το 1954, κατά τη διάρκεια διάνοιξης του επαρχιακού δρόμου εντοπίστηκε τυχαία ο μεγαλοπρεπής τάφος και ανασκάφηκε από τον καθηγητή Φώτη Πέτσα κατά τα έτη 1954-1964. Το 1998 ανέλαβε την ανασκαφή η Λ.Στεφανή κι έγιναν εργασίες συντήρησης των κονιαμάτων και της πρόσοψης.
- Ο ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΣ ΤΑΦΟΣ ΤΩΝ ΑΝΘΕΜΙΩΝ
150μ. πιο ανατολικά από τον τάφο της Κρίσεως, βρίσκεται ο τάφος των Ανθεμίων που χρονολογείται στο α’ μισό του 3ου αι.π.Χ. Αποτελεί ένα διθάλαμο, καμαροσκεπή τάφο, με τέσσερις ημικίονες ιωνικού ρυθμού και με πλούσια διακόσμηση από δωρικά και ιωνικά κυμάτια στη πρόσοψή του. Ο τάφος ήταν κλειστός με έξι δόμους από πωρόλιθο, ενώ το αέτωμα παρουσιάζει μία ζωγραφική παράσταση που απεικονίζει ένα ζευγάρι ώριμης ηλικίας, ντυμένους με χιτώνα και ιμάτιο, να κάθονται σε ένα ανάκλιντρο συμποσίου. Το αέτωμα επιστέφεται με τρία ανάγλυφα ανθέμια, απ’ όπου και απέδωσαν την ονομασία του τάφου. Η οροφή του προθαλάμου παρουσιάζει μία υπέροχη ζωγραφική παράσταση, έξι ανθέμια που εναλλάσσονται με νερολούλουδα σε έναν εντυπωσιακό γαλαζοπράσινο φόντο, θυμίζοντας νούφαρα που πλέουν στην επιφάνεια λίμνης. Οι υπόλοιποι τοίχοι του προθαλάμου ήταν επιχρισμένοι με κίτρινο χρώμα στα ανώτερα μέρη και μαύρο στα κατώτερα. Μία μαρμάρινη δίφυλλη θύρα ύψους 3,5 μ. χώριζε τον προθάλαμο από τον κυρίως θάλαμο. Στον κυρίως θάλαμο βρέθηκε μία λίθινη βάση του αγγείου ή της λάρνακας που περιείχε τα οστά του νεκρού καθώς και τμήματα από ελεφαντόδοντο ης ανάγλυφης διακόσμησης της νεκρικής κλίνης. Εσωτερικά οι τοίχοι είναι μονόχρωμοι ,μιμούνται ορθομαρμάρωση και χωρίζονται με λευκή ταινία. Ο τάφος ανασκάφηκε έπειτα από μία απόπειρα λαθρανασκαφής το 1971 από την τότε Έφορο αρχαιοτήτων Κατερίνα Ρωμιοπούλου και σήμερα προστατεύεται με ένα στέγαστρο που καλύπτει τμήμα του μνημείου.
ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΕΣ ΘΕΣΕΙΣ
Η προϊστορική έρευνα στο νομό Ημαθίας και συγκεκριμένα αυτή που αφορά στον Δήμο Νάουσας είναι αρκετά περιορισμένη και βασίζεται κυρίως στα ανασκαφικά δεδομένα της δεκαετίας του 1960. Οι συγκεκριμένες προϊστορικές θέσεις που βρίσκονται δυτικά του Βερμίου, στην περιοχή που είχε ονομαστεί πεδιάδα των Γιαννιτσών ήταν αν όχι παράκτιοι, αρκετά κοντά με τη θάλασσα και πιθανόν να επικοινωνούσαν με αυτήν και μέσω των ποταμών.
Οι προϊστορικές θέσεις που εντοπίζονται στα όρια του Δήμου Νάουσας είναι οι εξής: Άνω Ζεβροχώρι (Νεότερη Νεολιθική- Πρώιμη Εποχή του Χαλκού), Τούμπα Αγγελοχωρίου (Ύστερη εποχή Χαλκού), Σπήλαιο Ροδοχωρίου (Νεότερη Νεολιθική),Moνόσπιτα, Μαρίνα, Λευκάδια , Τούμπα Επισκοπής (Ύστερη εποχή του Χαλκού ), Τούμπα Πολυπλατάνου (Νεότερη Νεολιθική) και Τούμπα Χατζηνώτα (Ύστερη εποχή του Χαλκού). Στην πεδιάδα των Γιαννιτσών έχουν εντοπιστεί περίπου 21οικισμοί από τους οποίους περίπου οι 10 ανάγονται στη Νεότερη Νεολιθική. Σ’ αυτήν τη περίοδο παρατηρείται αύξηση του πληθυσμού και ίδρυση νέων θέσεων ή επανακατοίκηση Αρχαιότερων Νεολιθικών. Δυστυχώς απουσιάζει κεραμική της Μέσης Νεολιθικής Περιόδου γεγονός που ίσως δηλώνει τη διακοπή εγκατοίκησης ή απλά ερμηνεύεται ως τυχαίο γεγονός καθώς δεν έχουν ολοκληρωθεί οι ανασκαφές.
Οι οικισμοί της Πρώιμης Εποχής του Χαλκού περιορίζονται σε δύο ή τρεις θέσεις λόγω περιορισμένης έρευνας ή καταστροφή κάποιων θέσεων, γεγονός που δε συνάδει με τη πυκνότητα των οικισμών αυτής της περιόδου στην υπόλοιπη κοιλάδα των Γιαννιτσών. Τέλος, οικισμοί της Ύστερης εποχής του Χαλκού εντοπίστηκαν σε τρεις θέσεις στη περιοχή και άλλες έξι στην υπόλοιπη κοιλάδα των Γιαννιτσών. Ο τύπος της Τούμπας είναι η συνηθέστερη μορφή οικισμού που συναντούμε , δηλαδή ο γήλοφος με ομαλές και απότομες πλαγιές. Οι Τούμπες της Ύστερης εποχής του Χαλκού είναι ψηλότερες από αυτές της Νεολιθικής Περιόδου καθώς γινόταν χρήση πλίνθων και αναλημματικών τοίχων. Στη διάρκεια της Νεολιθικής Περιόδου παρατηρείται και εγκατοίκηση σε σπήλαιο ή σε φυσικό ύψωμα. Τα ανασκαφικά δεδομένα προέκυψαν από την εξέταση της επιφανειακής κεραμικής που μας δίνει τη δυνατότητα να συγκρίνουμε τη κεραμική από άλλες τοποθεσίες οικισμών στη Μακεδονία , αλλά και να αναγνωρίσουμε τα διάφορα στυλ. Φαίνεται ότι η περιοχή του νομού Ημαθίας είναι ιδιαίτερα σημαντική για τη μελέτη της προϊστορίας της Μακεδονίας ,ωστόσο είναι απαραίτητη η παραιτέρω ανασκαφική έρευνα για τη διεξαγωγή σαφέστερων συμπερασμάτων.
Κείμενα : Μακρή Ιφιγένεια
Ιστορικός – Μουσειολόγος
&διπλωματούχος ξεναγός